πραΰμητις

πραΰμητις
-ήτιος, ὁ, ἡ, Α
1. πράος, ήσυχος
2. (ως προσωνυμία τής Ειλειθυίας) αυτή η οποία σκέφτεται με πραότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + μῆτις «σοφία, φρόνηση» (πρβλ. αισχρό-μητις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πραύμητιν — πρᾱΰμητιν , πραύμητις of gentle counsel masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”